ακτινοσκοπικός

ακτινοσκοπικός
η , ό[ν] относящийся к просвечиванию, рентгеновский, рентгеноскопический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ακτινοσκοπικός" в других словарях:

  • ακτινοσκοπικός — ή, ό ο σχετικός με την ακτινοσκόπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτινοσκόπηση πρβλ. αγγλ. radioscopic] …   Dictionary of Greek

  • ακτινοσκοπικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την ακτινοσκόπηση: Για την ακτινοσκόπηση χρειάζονται ακτινοσκοπικά μηχανήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακτινοσκόπηση — Ακτινοδιαγνωστική μέθοδος κατά την οποία προβάλλονται, σε κατάλληλες οθόνες, τα διάφορα όργανα του σώματος κατά τη λειτουργία τους. Βλ. λ. ακτινολογία. * * * η Ιατρ. η παρατήρηση εσωτερικών οργάνων τού ανθρώπινου σώματος με τη βοήθεια τών ακτίνων …   Dictionary of Greek

  • ραδιοσκοπικός — ή, ό, Ν [ραδιοσκοπία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιοσκοπία, ακτινοσκοπικός. επίρρ... ραδιοσκοπικώς και ραδιοσκοπικά Ν με ραδιοσκοπία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»